αφλοισμός

αφλοισμός
ἀφλοισμός, ο (Α)
οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας λέξη σε -σμός, το θέμα της οποίας (φλοιδ-) αποτελεί την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *bhl-ei-d- (παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής ρίζας *bhlei- «φουσκώνω, ξεχειλίζω, γεμίζω»)
πρβλ. επίσης τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «έφλιδεν
διέρρεεν», «διαπέφλοιδεν
διακέχυται», «πεφλοιδέναι
φλυκταινούσθαι» (πρβλ. και λ. φλιδώ). Το αρκτικό α- του αφλοισμός ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) στοιχείο, αν δεν οφείλεται σε αναλογική επίδραση του τ. αφρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀφλοισμός — foaming at the mouth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφλοισμοῖο — ἀφλοισμός foaming at the mouth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφλοισμοῦ — ἀφλοισμός foaming at the mouth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφλοισμῷ — ἀφλοισμός foaming at the mouth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • bhlei-2 —     bhlei 2     English meaning: to swell     Deutsche Übersetzung: “aufblasen, schwellen, strotzen, ũberfließen”     Note: extension from bhel ds.     Material: Nor. dial. bleime, O.S. blēma “ bleb on the skin “ (compare Nor. bläema ds. under… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”